-
1 boğdurma
πρόκληση πνιγμού -
2 dillendirme
πρόκληση λόγου -
3 kapıştırma
πρόκληση, προβοκάρισμα -
4 kaygılandırma
πρόκληση αγχους -
5 kıskandırma
πρόκληση ζήλιας -
6 kıvrandırma
πρόκληση σφαδασμου -
7 koşullandırma
πρόκληση εθισμού -
8 kusturma
πρόκληση εμετού -
9 tahrik
πρόκληση, (ayaklandirma) διέγερση, παρακίνηση -
10 taşlatma
πρόκληση λιθοβολισμού -
11 yutturulma
πρόκληση κατάποσης, απάτη -
12 défi
πρόκληση -
13 vyzvání
πρόκληση -
14 wyzwanie
πρόκληση -
15 вызов
вызов м 1) (приглашение) η πρόσκληση, το κάλεσμα 2) (вызывающее поведение) η πρόκληση* * *м1) ( приглашение) η πρόσκληση, το κάλεσμα2) ( вызывающее поведение) η πρόκληση -
16 провокация
-
17 вызов
-а α.1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.
|| ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).2. κλήση (δικαστική)•получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•
вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•
вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.
|| κάλεσμα σε μονομαχία•бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.
|| περιφρόνηση•вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•
вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.
-
18 провокация
-и θ.προβοκάτσια•открытая провокация войны ανοιχτή προβοκάτσια πολέμου.
|| πρόκληση•провокация приступа малярии πρόκληση παροξυσμού ελονοσίας.
-
19 вызов
1. (посылка вызывного сигнала) η κλήσηизбирательный - επιλεκτική/εκλεκτική -2. (юр) η κλήση 3. (приглашение, требование) η πρόσκληση, το κάλεσμα 4. (причина чего-л.) η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вызов
-
20 провокация
1. (предательские действия) η υποκίνηση, η προβοκάτσια (ξεν.) 2. мед. η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провокация
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… … Dictionary of Greek
πρόκληση — η ενέργεια ή πράξη με την οποία προκαλεί κάποιος: Η πολυτέλεια είναι πρόκληση για τους φτωχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ναυταπάτη — η (νομ.) αδίκημα που συνίσταται σε δόλια πρόκληση ζημιάς στο πλοίο ή στο φορτίο από τον πλοίαρχο ή από το πλήρωμα με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή σε πρόκληση ζημιάς από τον ίδιο τον πλοιοκτήτη για να εισπράξει την ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
αντιπροκαλώ — (Α ἀντιπροκαλοῡμαι, έομαι) προκαλώ κι εγώ, απαντώ στην πρόκληση αρχ. κάνω κι εγώ πρόκληση* στον διάδικο για να προσκομιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
προβοκάτσια — η, Ν η πράξη τού προβοκάτορα, η πρόκληση («ο εμπρησμός τού Πολυτεχνείου ήταν προβοκάτσια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provocatio «πρόκληση»] … Dictionary of Greek